στέμφυλ'

στέμφυλ'
στέμφυλα , στέμφυλον
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τρυγίας — ὁ, Α 1. (για κρασί και με σημ. επιθ.) γεμάτος από κατακάθι, θολός 2. ως ουσ. η τρυγία, νέο αδιήθητο κρασί, γλεύκος, μούστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + κατάλ. ίας (πρβλ. στεμφυλ ίας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”